- νειλοκαλάμη
- νειλοκαλάμη, ἡ (Α)ονομασία αιγυπτιακής πόας.[ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + καλάμη (ἡ), πρβλ. λινο-καλάμη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Νειλοκαλάμης — Νειλοκαλάμη bulrush fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη … Dictionary of Greek